- καστελάνος
- καστελλάνος, ὁ (Μ)1. ο κάτοικος τού καστελιού, τού μικρού κάστρου2. ο διοικητής τού καστελιού*, ο φρούραρχος3. (ως τιμητικός τίτλος) πυργοδεσπότης4. διοικητής, έπαρχος5. πυργοφύλακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellanus «καστρινός» (< castellum «κάστρο»)].
Dictionary of Greek. 2013.