καστελάνος

καστελάνος
καστελλάνος, ὁ (Μ)
1. ο κάτοικος τού καστελιού, τού μικρού κάστρου
2. ο διοικητής τού καστελιού*, ο φρούραρχος
3. (ως τιμητικός τίτλος) πυργοδεσπότης
4. διοικητής, έπαρχος
5. πυργοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellanus «καστρινός» (< castellum «κάστρο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καστελανία — καστελλανία, ἡ (Μ) [καστελάνος] το αξίωμα και η δικαιοδοσία τού καστελάνου …   Dictionary of Greek

  • καστελανίκιον — καστελλανίκιον, τὸ (Μ) η διοικητική περιφέρεια που βρίσκεται υπό την εξουσία τού καστελάνου, η δικαιοδοσία ενός καστελάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστελάνος + κατάλ. ίκιον (πρβλ. δερματ ίκιον πατρων ίκιον)] …   Dictionary of Greek

  • καστελανείο — καστελλανεῑον, τὸ (Μ) τόπος δικαιοδοσίας ενός καστελάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστελάνος + επίθημα εῖον (πρβλ. πορθμ είον, τελων είον)] …   Dictionary of Greek

  • Πονιατόφσκι — Επώνυμο 2 επιφανών Πολωνών. 1. Ιωσήφ Αντώνιος (1763 – 1813). Στρατιωτικός. Υπηρέτησε στον αυστριακό στρατό ως υπασπιστής του Ιωσήφ B΄ και το 1789, με απόφαση της Δίαιτας ανακλήθηκε στη χώρα του και διορίστηκε αρχιστράτηγος του πολωνικού στρατού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”